στῆθος

στῆθος
στῆθος, εος, τό,
A breast, of both sexes, being the front part of the θώραξ, divided into two μαστοί (Arist.HA493a12, PA688a13, al.), Hom. and later (cf. στέρνον), esp. in Prose, rare (and usu. metaph.) in post-Homeric verse; found once in Pi., twice in B., twice in A., never in S. or E. (v. infr. 1, 11);

βάλε σ. παρὰ μαζόν Il.4.480

;

ἔβαλε σ. μεταμάζιον 5.19

;

κληῒς ἀποέργει αὐχένα τε στῆθός τε 8.326

, cf. Pl.Ti. 69e, 79c (pl.), Prt.352a (pl.): in pl., διὰ στήθεσφιν ([dialect] Ep. gen.)

ἔλασσε Il.5.41

; στήθεά τ' ἠδ' ἁπαλὴν δειρήν (of Briseis) 19.285; of animals, 11.282, 16.163, al., cf. X.Cyn.4.1, Arist.HA496a9, 15, al., PCair.Zen. 532.7,18 (iii B.C.), BGU469.7 (ii A.D.);

σ. φάσσης ἑψημένης Sor.2.41

, cf. 1.51: as the seat of the voice and breath, Il.3.221, 9.610, B.5.15, A.Th.563 (lyr.), 865 (anap.); more freq. as the seat of the heart, Il.1.189, Od.1.341, Sapph.2.6, etc.; chest, Hp.Prorrh. 1.70, Ar.Nu.1012, 1017 (both anap.), Th.2.49 (pl.), Diocl.Fr.142, IG42(1).121.100 (pl., Epid., iv B.C.), freq. in Arist. (v. supr.), PEnteux. 79.7 (iii B.C.), PTeb.316.19 (i A.D.), Sor.1.70b, al.; τὰ σ. breasts of a woman, Hp.Mul.2.133.
II metaph., the breast as the seat of feeling and thought, as we use heart, freq. in Hom., but always in pl.,

θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινε Il.2.142

, al.;

θάρσος ἐνὶ σ. ἐνῆκεν 17.570

; ἔχει κότον . . ἐν σ. ἑοῖσι 1.83;

ἐν γάρ τοι σ. μένος πατρώϊον ἧκα 5.125

;

νόον καὶ θυμὸν ἐνὶ σ. ἔχοντες 4.309

;

μῆτιν ἐνὶ σ. κέκευθε Od. 3.18

, cf. Pi.Fr.218, B.10.54
: in Prose,

εἰπεῖν ἃ ἔφησθα ἐν τῷ σ. ἔχειν Pl.Phdr.236c

; πλῆρες τὸ σ. ἔχειν ib.235c.
III = στέρνον 111, breastbone, Hp.Art.14.
2 ball of the foot, ib.55,58, cf. Epid.4.1, Ruf.Onom.125;

τὸ σαρκῶδες [τοῦ ποδὸς] κάτωθεν στῆθος Arist.HA 494a13

; ball of the hand (below the thumb), Ruf.Onom.86; (below the fingers), Gal.14.704; palm, dub. in Hp.Oss.9: cf. προστηθίς.
3 swelling, tumour,

ἐν τῷ ἥπατι Aret.CA2.6

(pl.).
IV breastshaped hill or bank, Plb.4.41.3, PMasp.169b47 (vi A.D.), cf. Hsch. (στῆθος has pan-Hellenic η, Sapph., Pi. ll.cc., IG42(1) l.c., Call. Lav.Pall.88, Theoc.2.79, 15.108,135.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στήθος — στήθος, το και στήθι, το 1. το μπροστινό μέρος του θώρακα: Πρόβαλε γυμνό το στήθος του. 2. μαστοί της γυναίκας: Άφησε σχεδόν ακάλυπτο το ωραίο στήθος της. 3. φρ., «Απάγγειλε από στήθους», απέξω, χωρίς χειρόγραφο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στῆθος — breast neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… …   Dictionary of Greek

  • στήθεσφι — στῆθος breast neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στήθεσφιν — στῆθος breast neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στήθε' — στή̱θεα , στῆθος breast neut nom/voc/acc pl (epic ionic) στή̱θει , στῆθος breast neut nom/voc/acc dual (attic epic) στή̱θεϊ , στῆθος breast neut dat sg (epic ionic) στή̱θει , στῆθος breast neut dat sg στή̱θεε , στῆθος breast neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρόστηθος — μικρόστηθος, ον (Α) αυτός που έχει μικρό στήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + στηθος (< στῆθος), πρβλ. μεγαλό στηθος] …   Dictionary of Greek

  • στέρνο — το / στέρνον, ΝΜΑ 1. το πρόσθιο μέρος τού θώρακα, το στήθος («παίει κατὰ τὸ στέρνον καὶ τιτρώσκει διὰ τοῡ θώρακος», Ξεν.) 2. πλατύ επίμηκες και μονοφυές οστό που καταλαμβάνει τη μεσότητα τής εμπρόσθιας μοίρας τού θώρακα και με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • ξέστηθος — η, ο αυτός που έχει γυμνό στήθος, που φαίνεται το στήθος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + στήθος] …   Dictionary of Greek

  • ξεστηθώνω — 1. αποκαλύπτω, φανερώνω, γυμνώνω το στήθος 2. (το μέσ.) ξεστηθώνομαι (για μητέρα) βγάζω το στήθος έξω από τα ενδύματα για να θηλάσω βρέφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + στήθος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”